ἀγαλμάτιον, -ου, τό
• Prosodia: [ᾰγαλμᾰ-]
pequeña estatua, estatuilla
ἀ. μικρόνIG 13.1455 (Egina V a.C.),
καί σε τῇ νουμενίᾳ ἀγαλματίοις ἀγαλοῦμεν ἀεὶTheopomp.Com.48,
τὸ τοῦ Γέλωτος ἀ. ... ἱδρύσασθαιSosib.19,
ἀ. Ἀφροδίτης σπιθαμιαῖονPolycharmus 1,
ἀ. ξύλινον ἀρχαϊκόνID 1417A.1.72 (II a.C.),
ἀ. λίθινονID 1442.A.38 (II a.C.),
ἀ. τι ἈθηνᾶςD.C.38.17.5, cf. Luc.Somn.3.6.