< ἀγαλματουργικός
ἀγαλματοφορέω >
ἀγαλματουργός
,
-οῦ, ὁ
escultor
,
tallista
,
imaginero
Poll.1.12, Clem.Al.
Prot
.4.47,
de Dédalo
, Sch.E.
Hipp
.887.