ἀγαλματουργία, -ας, ἡ
1 abstr. la escultura Max.Tyr.27.3, Poll.1.13, Thdt.Affect.3.76.
2 concr. imagen plu.
(Ἀδάμ) ἄγαλμα, ἀφ' οὗπερ ἀπευθύνονται πᾶσαι ἀνθρώπων ἀγαλματουργίαιSud.s.u. Ἀδάμ.
(Ἀδάμ) ἄγαλμα, ἀφ' οὗπερ ἀπευθύνονται πᾶσαι ἀνθρώπων ἀγαλματουργίαιSud.s.u. Ἀδάμ.