ἀγαλλιάω
gener. en v. med. regocijarse, exultar c. el culto
ἡ καρδία μου καὶ ἡ σάρξ μου ἠγαλλιάσαντο ἐπὶ θεόνLXX Ps.83.3,
ἀγαλλιάσθωσαν ἐνώπιον τοῦ θεοῦLXX Ps.67.4,
ἡ δὲ ψυχή μου ἀγαλλιάσεται ἐπὶ τῷ κυρίῳLXX Ps.34.9, en el júbilo mesiánico
ἀγαλλιᾷ ἡ καρδία μου ἐπὶ τῷ σωτηρίῳ σουLXX Ps.12.6, cf. Ign.Magn.1.1
•
ἠγαλλιάσατο ἡ γλῶσσά μουLXX Ps.15.9, Act.Ap.2.26, cf. LXX Ps.50.16,
ἠγαλλιάσαντο αἱ θυγατέρες τῆς ἸουδαίαςLXX Ps.96.8, cf. 47.12,
χαίρετε καὶ ἀγαλλιᾶσθεEu.Matt.5.12
•c. personificaciones
ἀγαλλιάσθω ἡ γῆLXX Pa.1.16.31, Ps.95.11, 96.1, Is.49.13, cf. Gr.Nyss.Res.319.22,
τὰ ξύλαLXX Ps.95.12,
ἔρημοςLXX Is.35.1
•c. ac.
ἀ. τὴν δικαιοσύνηνLXX Ps.50.16, 1Ep.Clem.18.15,
(τὸν βασιλέα)LXX To.13.9BA
•por la inspiración profética
ἐν αὐτῇ τῇ ὥρᾳ ἠγαλλιάσατο τῷ Πνεύματι τῷ Ἁγίῳ καὶ εἶπενEu.Luc.10.21
•tb. en v. act. regocijarse
χαίρωμεν καὶ ἀγαλλιῶμενApoc.19.7, cf. Eu.Luc.1.47, POxy.1592.4 (III/IV d.C.), Chrys.M.63.230.