ἀγαλλιάζω


1 tarent. mofarse, injuriar Hsch.α 258.

2 v. med. regocijarse, exultar ὁ ἀγαλλι[α]ζόμενος ἐν κοιλίᾳ μητρὸς Didym.in Iob 57.30, ἀγαλλιαζόμεθα ... ὅτι ἐκήγερται X(ριστό)[ς SB 7695.9 (VI/VII d.C.).