< Ἀγαθοῦσσα
ἀγαθοφιλής >
ἀγαθοφανής
,
-ές
aparentemente bueno
ἀγαθοφανέες οἱ λόγῳ μὲν ἅπαντα ... ἔρδοντες
Democr.B 82.