< ἀγαθοεργία
ἀγαθοεργός >
ἀγαθοεργικός
,
-όν
• Alolema(s):
tb.
ἀγαθουργ-
1
benéfico
τῆς θεότητος ἀ. πολυωνυμίαι
Dion.Ar.
DN
1.8,
θεωνυμία
ib
.2.11.
2
adv. -ῶς
benéficamente
Dion.Ar.
EH
M.3.400A, 485A.