< ἀγαθοδαιμονέω
ἀγαθοδαιμονητικός >
ἀγαθοδαιμόνημα
,
-ματος, τό
astrol.
situación en el agatodemon
o
región propicia
Heliod.Neop.76.21, 24, Heph.Astr.2.11.4, 11, cf. ἀγαθοδαίμων
2
.