< Ἀγᾰθηιάς
ἀγαθήμερος >
ἀγαθημερία
,
-ας, ἡ
fortuna del día
μὴ ἀ]νάστασις γένηται τῶν ἀστέρων καὶ τῆς ἀγαθημερίας
PMag
.57.32.