< Ἄβυρος
ἄβυρσος >
ἀβύρσευτος
,
-ον
no curtido
τὰς δορὰς ... δυσώδεις οὔσας καὶ ἀβυρσεύτους ἀμφιέννυνται
Sch.Bek.
Il
.2.527, cf. Eust.276.10.