< 2 ἄβιος
Ἀβιοῦς >
ἀβίοτος
,
-ον
• Prosodia:
[ᾰβῐ-]
que hace imposible vivir
κατακονά ἀβίοτος βίου
E.
Hipp
.821,
ἄχος
E.
Io
764.