< ἀβίβαστος
Ἀβιγαία >
ἀβίβλης
,
-ου, ὁ
que carece de libros
ἀργαλέον μοί ἐστι ... πάντ' ἀγορεύειν ἀβίβλῃ πεφυκότι μοι
D.S.21.13, cf. Tz.
H
.6.401.