ἀβέλτερος, -ον
• Morfología: [-α, -ον Pl.Phlb.48c; sup. -ώτατος Ar.Ra.989, compar. ἀβελτέστερον Gal.18(2).337]


1 simple, bobo τί κάθησθ' ἀβέλτεροι; Ar.Nu.1201, ἀβελτερώτατοι κεχηνότες ... καθῆντο Ar.Ra.989, cf. Ec.768, ἠλίθιος κἀβέλτερος Ar.Th.290, cf. Amphis 41, Theophil.12.2, Pl.R.309c, Μαργίτης ὁ πάντων ἀβελτερώτατος Hyp.Lyc.7, ἰατρός Gal.18(2).337, δόξαι Polystr.Contempt.30.2, πρὸς τὰ θεῖα Anaxandr.22, μηδὲν ἀβέλτερον πάθητε D.19.338, cf. Men.Sam.653
c. inf. ἀντιτείνειν Hierocl.in CA 10.

2 adv. -ως tontamente τὰ ἀ. καὶ κενῶς ... λεγόμενα las afirmaciones tonta y vanamente realizadas Polystr.Contempt.30.2, cf. Plu.2.961e, αἰσχυνόμενοι Plu.2.127e.
• Etimología: Formado sobre el compar. βέλτερος q.u., tal vez c. ἀ- intensiva y valor irónico.