< Ἀβανά
Ἀβανδάνης >
ἀβάναυσος
,
-ον
1
liberal
,
generoso
(ἐπίσκοπος) ἔστω δὲ εὔσπλαγχνος, ἀ.
Const.App
.2.3.3.
2
adv. -ως
con liberalidad
o
decoro
λειτουργεῖν
1
Ep.Clem
.44.3.