ἀβάκιον, -ου, τό
• Grafía: graf. ἀβάκειον PMich.Zen.14.1, 2, 5 (III a.C.), PLond.1683.3 (VI d.C.), ἀβάκηον ISmyrna 753.11 (I d.C.)
• Prosodia: [ᾰβᾰ-]
I
μετ' ἀβακίου δὲ καὶ τραπεζίου πωλῶν ἑαυτόνLys.Fr.50Th., cf. Alex.15.3,
οἱ ἐν τοῖς βασιλείοις ... εἰσιν ... παραπλήσιοι ταῖς ἐπὶ τῶν ἀβακίων ψήφοιςPlb.5.26.13,
ἄβαξ ... ἐφ' οὗ τὰ πράγματα παρατιθέασιν· ἀβάκιον δέ, ἐφ' οὗ ψηφίζουσινAmmon.Diff.1, cf. PLond.l.c.,
ἀ.· ... ἐφ' οὗ τοὺς λογισμοὺς ἐποιοῦντοPhot.α 25.
2 ábaco enarenado para trazar figuras geométricas, Plu.Cat.Mi.70,
τὸ ἐν τῷ ἀβακίῳ καταγεγραμμένονPhlp.Aet.208.17,
ἐπὶ τοῦ ἀβακίου ... ταῦτα κατιδόνταςProcl.in Ti.3.145.24.
3 tablero de juego Poll.10.150,
ἐφ' οὗ ἐκύβευονPhot.α 25.
4 artesa, amasadera, hintero Hsch.s.u. μάκτρα (cf. ἀβακίτης).
II plato grande, fuente, PMich.Zen.ll.cc., Poll.6.90, 10.105.
III losa, plataforma usada a modo de bandeja o mesa votiva donde se depositaban las ofrendas
ἀβάκηον μαρμάρινον πρὸς τὴν χρῆσιν τῶν θυσιαζόντωνISmyrna l.c.
• Etimología: Cf. 1 ἄβαξ.