< ἀβστινατεύω
Ἀβυδηνός >
ἀβστινατίων
,
-ονος
jur.
exclusión
de la herencia
ἀποκήρυξις ἀβστινατίονος
PMasp
.97ue.82 (VI d.C.); cf. lat.
abstinere
.