< 2 ἄβροτος
Ἀβρούπολις >
ἀβρότων
,
-ονος, ὁ
zool.
1
cierto
caracol
,
EM
α
25,
Et.Gen
.
α
5,
Et.Sym
.
α
20.
2
entom., cierta
langosta
,
Et.Gen
.5,
Et.Sym
.
α
20.