< Ἀβραδάτας
Ἀβραῖος >
ἀβράδυντος
,
-ον
ágil
,
no lento
τὸ ἄζωστοι ἀντὶ τοῦ ταχεῖς καὶ ἀβράδυντοι
Tz.
Ex
.149.22L.