ἀβουλία, -ας, ἡ
• Alolema(s): jón. -ίη Hdt.7.9γ
• Morfología: [plu. gen. ἀβουλιᾶν A.Th.750]


1 insensatez, irreflexión, falta de consejo ἀβουλίᾳ ... θάνατον ... οὐκ ἐξέφυγεν Pi.O.10.41, κρατηθεὶς ἐκ φίλων ἀβουλιᾶν vencido por dulces extravíos A.Th.750, ἀπολέεταί τε ἡ Ἑλλὰς ἀβουλίῃσι Hdt.8.57, cf. 7.9γ, ὤλοντ' ἐρῶντες μειζόνων ἀβουλίᾳ E.Fr.1077, cf. Isoc.1.35, Antipho 4.2.6, Aeschin.1.140, Plb.1.31.1, ἀναιδείῃ τε καὶ ἀβουλίῃ διαχρεώμενοι Hdt.7.210, ἀβουλίᾳ μᾶλλον ἢ πειθοῖ παρεγγελμένων χρωμένοις POxy.474.37, ἐξ ἀβουλίας πεσεῖν S.El.398, ἀβουλίᾳ πεσεῖν S.El.429, τὴν ἑαυτῶν ἀβουλίαν ἐκτρίψαντες† Men.Fr.500.8, τοῦ κρατοῦντος D.C.58.24.4
etimologizado como la falta de βολή o desacierto Pl.Cra.420c.

2 indecisión, abulia ἄνθρωποι τύχης εἴδωλον ἐπλάσαντο πρόφασιν ἰδίης ἀβουλίης Democr.B 119, ἀβουλία τε καὶ βραδύτης Th.5.75, cf. Plb.11.2.7, Aesop.112, 184.1.