< Ἀβουκαῖοι
Ἄβουλα >
ἀβουκόλητος
,
-ον
no cuidado
fig.
ἀβουκόλητον τοῦτο ἐμῷ φρονήματι
no me preocupo de ello
A.
Supp
.929.