< ἀβόρβορος
Ἀβοριγῖνες >
ἀβορβόρωτος
,
-ον
no embarrado
metáf.
(ἡ ψυχή) ἀβορβόρωτον ... τὸν καλὸν χιτώνα τοῦ σώματος διαφυλάσσει
Mac.Aeg.
Serm
.B 49.1.6.