ἀβολέω


encontrarse abs. αὖτις δ' ἀβολήσομεν ἐνθάδ' ἰόντες de dos amantes, A.R.3.1145, ἀβάλε μηδ' ἀβόλησα Call.Fr.619
c. dat. τοι ... ἀνερχομένῳ ἀβόλησε Call.Fr.24.5, ὥς τ' ἀβόλησαν Λητοΐδῃ κατὰ νῆσον A.R.2.770.
• Etimología: De ἀ- intensiva y βαλ-, cf. ἐπήβολος.