ἀβληχρός, -ά, -όν
I
•débil
τείχεαIl.8.178,
ταινίαιOpp.H.1.100.
2 dulce
θάνατοςOd.11.135, 23.282, Ael.NA 4.41, 9.11
•ligero
πόνοςEpicur.[6] 4,
κῶμαA.R.2.205
•ligero, benigno
πυρετόςProcop.Pers.2.22.16.
II adv. -ῶς levemente, débilmente Phot.Bibl.41b11 (var. de βληχρῶς).
• Etimología: Cf. βληχρός; la ἀ- es de origen dud.; tal vez intens.