ἀβαρβάριστος, -ον


gram.

1 que carece de barbarismos ἀσολοίκιστον καὶ ἀβαρβάριστον τὴν προφορὰν ... ποιεῖσθαι Hdn.Sol.294.

2 adv. -ως sin barbarismos ἀσολοικίστως καὶ ἀ. διαλέγεσθαι EM 331.37G.