ἀβακήμων, -ον


1 ignorante ἀβακήμονας καλοῦσι τοῦς ἀπαιδεύτους Hdn.Schem.1.

2 ἀ.· ἄλαλος, ἀσύνετος Ael.Dion.α 3, Hsch., Et.Gud.
• Etimología: Cf. ἀβακής.