εἴτουν
• Alolema(s): εἰτοῦν Pall.H.Laus.46.1
conj.
1 c. valor explicativo esto es, es decir
πυραμὶς τεθραυσμένη εἴτουν κόλουροςHero Stereom.1.33, cf. 41,
ἡ λούπα εἴτουν λύκαιναSuet.Blasph.32,
εἰς τὰ Θεοφάνια, ἐν κροσσωτοῖς ... πεποικιλμένη, εἴτουν πράξεσιOrigenes Exc.in Ps.44.11-14,
τὰ Θεοφάνια, εἴτουν Γενέθλια τοῦ ΣωτῆροςGr.Naz.M.36.312A (tít.).
2 c. valor disyuntivo o, o bien
«Θεὸς» ὄνομα φύσεως ... θεωρουμένης εἴτουν διαθεούσης ... δηλωτικόνAth.Al.M.28.1292B,
οἱ αὐτὸν μιμούμενοι Δοσίθεοι εἴτουν Δοσιθηνοὶ καλοῦνταιEpiph.Const.Haer.1.206, cf. Anc.86.8
•en correlación c. otras partíc.
εἴτουν ἐδέσματα εἴτε πόματα, εἴτε καὶ φάρμακαGal.9.268,
εἴτουν ..., εἴτε ..., εἴθ'Corn.ND 4,
εἴτουν μαθητήν, εἴτε ἄλλον τινάGr.Naz.M.36.197D.