εἴσροος, -ου, ὁ
• Alolema(s): contr. -ους
corriente o flujo de entrada, mar. entrante, influjo
Ὠκεανὸς ... κατὰ τὰς Ἡρακλείους ... στήλας τὸν εἴσρουν εἰς τὴν ἔσω θάλασσαν ... ποιεῖταιArist.Mu.393a19, cf. Str.1.3.5, en un dique seco, Ath.204d, gener.
τῆς τροφῆς ... εἰς τὸ ἦπαρAret.CA 2.6.1.