εἴσπλοος, -ου, ὁ
• Alolema(s): át. -πλους; ἔσ- Hdt.6.33, Th.7.22, IEryth.8.7 (IV a.C.), Philostr.VA 3.35
náut.
I abstr.
1 ref. naves entrada, arribada a puerto
οἱ μὲν βιάσασθαι βουλόμενοι τὸν ἔσπλουν, οἱ δὲ κωλύεινTh.l.c., cf. 7.24,
τὰ πλοῖα εἶργε τοῦ εἴσπλουX.HG 2.2.9,
τὸν εἴσπλουν ποιεῖσθαιarribar al puerto Polyaen.5.36, tb. a ríos o mares interiores
ὁ μὲν εἴ. κατὰ Κυανέας, op. ἔκπλουςArist.Mir.839b14, cf. Str.3.5.6,
τὰ γὰρ στόματα τοῦ Ῥοδανοῦ ... βραδύπορον τοῖς σιταγωγοῖς ἐποίει τὸν εἴσπλουνPlu.Mar.15
•gener. llegada por mar c. gen.
τοῦ παιδόςPhilostr.Im.2.16.
2 sent. hostil incursión naval c. gen. subjet.
ΦοινίκωνHdt.l.c.
3 derecho de entrada, entrada libre en puerto, frec. en decr. honoríf. o de proxenía
εἶναι] αὐτ[ῷ] ... ἀτελείην κ[αὶ προ]εδρ[ίην] καὶ ἔσπλν καὶ ἔκπλνSEG 36.982C.9 (Yaso V a.C.),
Ὀλβιοπολῖται ἔδωκαν Χαιριγένει ... εἴσπλουν καὶ ἔκπλουν καὶ ἐν πολέμῳ καὶ ἐν εἰρήνῃIPE 12.20.13 (Olbia IV a.C.),
ἦμεν δὲ αὐτοῖς εἴσπλουν καὶ ἔκπλουν εἰς ΤῆλονIG 12(3).29.12 (Telos III a.C.), cf. 12(7).8.12 (Arcesine IV/III a.C.), IEphesos 1453.12 (IV/III a.C.).
II concr. entrada, acceso al puerto, natural o artificial, bocana
τοὺς ἔσπλους τοῦ λιμένος ἐμφάρξαιTh.4.8,
λιμὴν στενόν τινα ἔχων εἴσπλουνPl.Ti.25a, cf. Plb.1.50.2, Str.16.4.5, D.S.13.79.6, I.AI 15.337, Paus.4.35.1, Aristid.Or.1.63, tb. a lagos, ríos o mares interiores
λίμνη ... στενὸν ἔχουσα εἴσπλουνStr.17.3.18,
ἅπαντες δ' οἱ ... κόλποι στενὸν ἔχουσι τὸν εἴσπλουνStr.2.5.18, cf. Philostr.VA 3.35, del Bósforo cimerio, Str.7.4.5, del canal del Euripo, Ps.Dicaearch.1.29, de las bocas del Nilo
διετείχισε τοὺς εἴσπλους κατὰ τοὺς εὐκαιροτάτους τόπουςD.S.15.42.