< εἰσδεκτικός
εἰσδέξιμος >
εἴσδεκτος
,
-ον
aceptado
,
admitido
de pers.
εἴσδεκτοι οὗτοι γίνονται καὶ οὐκ ἀποβληθήσονται
Epiph.Const.
Haer
.59.5.2, cf. Cyr.Al.M.68.952D.