εἴσβᾰσις, -εως, ἡ
• Alolema(s): ἔσ- E.IT 101, Th.7.30, Arr.An.4.5.7, D.C.41.42.5
1 entrada, acceso
ἢν δ' ἀνοίγοντες πύλας ληφθῶμεν ἐσβάσεις τε μηχανώμενοι θανούμεθ'E.l.c., cf. Sch.Ph.180,
ἡ ἐς τὸν ποταμὸν εἴ.Arr.l.c.,
ἡ εἴ. αὐτῶν (τῶν ἱερῶν) πρὸς τὰ τέσσαρα κλίματαOlymp.Alch.87.11.
2 náut. embarque
ἐν τῇ ἐσβάσειen el momento de embarcar Th.l.c.,
ἐν τῇ ἐς τὰ πλοῖα ἐσβάσειD.C.l.c.
3 en un escrito comienzo, inicio
Ἀστερίου λόγος εἰς τὴν εἴσβασιν τῶν ἁγίων νηστειῶνAst.Am.Hom.14 (tít.).