εἴκασμα, -ματος, τό
1 imagen, representación
τοῦ χθονίου δέμας δαίμονος, ἐχθρὸν εἴ. βροτοῖςA.Th.523,
Γύ[γην γὰρ ὡ]ς ἐσεῖδον, [ο]ὐκ εἴ. τιTrag.Adesp.664.18,
ἔν τε γραπτοῖς ἔν τε πλαστοῖς εἰκάσμασι θεῶνPlu.2.381d, cf. D.Chr.12.58,
γράφοντος ἐκ τοῦ τῇ μνήμῃ ἐναποκειμένου ἰνδάλματος τὸ εἴ.Porph.Plot.1, cf. Gr.Naz.Ep.51.3, Thdt.Is.14.396
•en sent. intelectual
εἰκάσματα ἐκείνων (τῶν ἰδεῶν) καὶ εἴδωλα νοητάIambl.Comm.Math.8, cf. Secund.Sent.3.
2 probabilidad, verosimilitud
ἀποδεικνὺς δὲ τεκμηρίοις καὶ πίστεσιν καὶ εἰκάσμασινMax.Tyr.3.3.
3 ret., tipo de símil cuya imagen sirve para ridiculizar a una persona, Hdn.Fig.21, cf. εἰκασμός.