εἱᾰμενή, -ῆς, ἡ
• Alolema(s): εἰαμ- Colluth.221, EM 295.16G.
• Morfología: [plu. dat. εἱαμενῇσιν Call.Dian.193]


pradera al borde de un río, vega ἐν εἱαμενῇ ἕλεος μεγάλοιο en la vega de una extensa marisma, Il.4.483, 15.631, ἡ δ' ὁτὲ μὲν λασίῃσιν ὑπὸ δρυσὶ κρύπτετο νύμφη, ἄλλοτε δ' εἱαμενῇσιν Call.l.c., ποίην λειμῶνες θαλέθουσιν ὑπόδροσοι εἱαμεναί τε Theoc.25.16, καθαραὶ ... εἱαμεναί praderas libres de árboles A.R.3.1202, cf. 4.316, εἱαμενῇ ... ἐν ποταμοῖο A.R.2.818, εἱαμεναὶ Ὑπίοιο A.R.2.795, cf. Colluth.l.c., εἱ. ὑποκυδής Euph.181, εἱαμενὴ δὲ καὶ οὐ βυθός ἐστι θαλάσσης de una ensenada poco profunda del mar, Dem.Bith.4.5.