< εἱσκαιδέκατος
εἰσκᾰλᾰμάομαι >
εἱσκαιεικοστός
,
-ή, -όν
• Alolema(s):
lesb.
εἰσκαιείκοιστος
IG
12(2).82.17 (Mitilene III a.C.?)
vigésimo primero
,
IG
11(2).164A.45 (Delos III a.C.), l.c.