εἱρκτή, -ῆς, ἡ
• Alolema(s): εἰρκτή X.Cyr.3.1.19 (cód.); jón. ἐρκτή Hdt.4.146, 148
• Morfología: [plu. dat. εἱρκταῖσι E.Ba.497]


1 prisión, cárcel συλλαβόντες δὲ σφέας κατέλαβον ἐς ἐρκτήν Hdt.4.146, ἐς μὲν τὴν εἱρκτὴν ἐσπίπτει ... ὑπὸ τῶν ἐφόρων Th.1.131, εἱρκταῖσί τ' ἔνδον σῶμα σὸν φυλάξομεν E.l.c., cf. Trag.Adesp.126a, X.Cyr.3.1.19, Luc.Asin.41, Ach.Tat.8.14.6, Aristid.Or.50.108, Pall.V.Chrys.9.209, PBremen 26.4 (II d.C.), PMasp.2.2.4 (VI d.C.), ἐκδράντες ἐκ τῆς ἐρκτῆς Hdt.4.148, cf. Longin.44.10, κατὰ τὴν εἱρκτὴν ὄντες BGU 1847.18 (I a.C.), cf. X.Eph.2.7.1, IMylasa 605.33 (III d.C.), ὅσσοι ... συνέχονται ἐν εἰρκτῇ Isidorus 1.29, cf. I.AI 10.154, D.H.1.81, ἄχρις Ἄνδρου, τῆς ἐμῆς εἱρκτῆς Ph.2.542
fig., del cuerpo como prisión del alma, Pl.Ax.370d, I.BI 2.154, ὁ μένων ἐν τῇ τοῦ σώματος εἱρκτῇ λογισμός Ph.1.482, φρουρούμενον ἐν τῷ βίῳ καθάπερ εἱρκτῇ Plu.2.554d, de los infiernos Orac.Sib.8.226.

2 plu. departamentos o alcobas destinadas a las mujeres οἱ μοιχοὶ εἰσέρχονται εἰς τὰς εἱρκτάς X.Mem.2.1.5.