εἱλωτεύω
1 tener la condición de hilota
τῇ μὲν αὑτῶν πόλει τοὺς ὁμόρους εἱλωτεύειν ἀναγκάζουσινIsoc.4.131,
ὥσπερ πάλαι Λακεδαιμονίοις Μεσσήνιοι τὰ ὅπλα καταβαλόντες εἱλώτευονSynes.Regn.21
•ref. los sometidos colectivamente en condiciones menos duras que las de un esclavo
Μιλήσιοι τοὺς Μαριανδυνοὺς εἱ. ἠνάγκασαν ... ὥστε καὶ πιπράσκεσθαι ὑπ' αὐτῶν, μὴ εἰς τὴν ὑπερορίανStr.12.3.4.
2 servir como esclavo
ὅταν ... τοὺς μὲν βαρβάρους ἀναγκάσῃς εἱ. τοῖς ἝλλησινIsoc.Ep.3.5, cf. Harp., Hdn.Epim.48, Anecd.Ludw.58.15.