εἰσᾰνᾱλίσκω
1 gastar
ὅσ' ἂν ... εἰς ἑαυτὸν ... τις εἰσαναλίσκων τύχῃcuanto uno gaste en propio uso Antiph.202.10,
πολλὰ τῶν ἰδίωνSEG 46.1721.15 (Janto II a.C.)
•abs. gastar fondos
κα]τὰ τὸν νόμονIIl.25.166 (III a.C.),
εἰς τὴν οἰκοδομήνPCair.Zen.621.2 (III a.C.).
2 desgastar
εἰσαναλίσκοντες σιδήρο[υ σ]τόμωμαSB 13881.5 (III a.C.).