εἰσᾰναγκάζω
• Alolema(s): ἐσ- A.Pr.290 (cód.), Hp.Art.47
1 obligar
τό τε γάρ με ... ξυγγενὲς οὕτως ἐσαναγκάζειA.l.c.,
ὁ λόγος ἔοικεν εἰσαναγκάζειν χαλεπὸν ... εἶδος ἐπιχειρεῖν ... ἐμφανίσαιel razonamiento parece obligar a aclarar una especie difícil y vaga Pl.Ti.49a,
ᾄδειν εἰσανάγκασόν με σύMen.Sam.449.
2 introducir a la fuerza en v. pas.
οὐκ ἠδύνατο ἡ φῦσα ἐσαναγκάζεσθαιHp.l.c.
3 recaudar, cobrar
τὸ ἐν τοῖς βυσσουργοῖς [ὂ]ν ὀφείλημαPTeb.702.10 (III a.C.).