εἰσόκε(ν)
conj. poét., cf. εἰς ὅ κε s.u. εἰς
I temp.
1 hasta que c. subj.
εἰ. ἓν συμφύντα τὸ πᾶν ὑπένερθε γένηταιEmp.B 26.7,
εἰ. χειρὶ μεθῇhasta que afloje la mano y permita el paso del agua en el experimento de la clepsidra, Emp.B 100.20, cf. 14,
εἰ. λάχνην Σείριος ἀζήνῃNic.Th.204,
εἰ. τις χειρός μιν ἀνειρύσῃ παριόντωνMosch.4.116, cf. IChr.M.5.9 (Edesa III d.C.), c. opt.
εἰ. αὐτὸς ἵκοιτ'hasta que él mismo llegara Eumel.3.7
•c. ind. en tiempos secundarios
εἰ. τις θεὸς ἄμμιν ὑπέρβιον ἔμβαλε θάρσοςhasta que un dios puso en nosotros una extrema audacia A.R.1.820,
εἰ. τοι ... ἀνὴρ ἀβόλησεCall.Fr.24.5,
εἰ. <δὴ> δαίμων Εὐριπίδῃ εὕρετ' ὄλεθρονHermesian.7.67,
εἰ. μιν Κύπρις πηγὴν θέτοParth.SHell.640,
οἳ πρὶν ἔσαν μύρμηκες ... εἰ. ... εἰς δέμας ἄλλο μετέπλασεν ὑψιμέδων ΖεύςNonn.D.13.208, cf. Par.Eu.Io.2.7.
2 mientras c. ind. pres.
εἰ. ἠέλιος ... δίφρον ἐλαύνειAP 1.10.41,
λείψανα ... τηρεῖ τάφος οὗτος ... εἰ. ἀναστάντος γεύσεται ἀμβροσίαςSEG 45.1722 (Frigia IV/V d.C.).
II cond. con tal que, siempre que c. subj.
ὄλβιος ἔσσῃ εἰ. μή νιν ἕλῃςBio Fr.13.14,
ἀθρόοι αἰὲν ἕπονται, εἰ. εὐερκῆ μεγάρων ὑπὲρ οὐδὸν ἀμείψῃOpp.H.1.201.
III final a fin de c. opt.
εἰ. λύθρον ἀποπλύνειε θαλάσσῃOrph.L.559.