< εἰσελάω
εἰσελευστέον >
εἰσέλευσις
,
-εως, ἡ
entrada
Vett.Val.215.15, Hsch.s.u.
ἧξις
, Phlp.
in GA
21.18, Sch.
Od
.4.255, Eust.1900.44,
πρὸς τὴν μάνδραν
Sch.A.
Pr
.575aH.,
εἰς τὴν θάλασσαν
Thom.Mag.p.302.