εἰσάλλομαι
• Alolema(s): ἐσ- Il.12.438
• Morfología: [aor. ind. 3a sg. ἐσᾶλτο Il.12.466, 13.679]
1 saltar c. ac.
ἐσήλατο τεῖχος ἈχαιῶνIl.12.438,
πύλας καὶ τεῖχος ἐσᾶλτοIl.13.679, cf. 12.466,
πύργον ἐσαλλόμενοιPi.O.8.38.
2 c. εἰς y ac. u otro giro prep. caer sobre
εἰς τὸν αὐχέν' εἰσαλοίμηνS.Fr.756,
οἱ δ' αἰέλουροι ... ἐσάλλονται ἐς τὸ πῦρHdt.2.66,
ἀσκὸν εἰς μέσον ... εἰσάλλεσθεEub.7
•fig.
ἐπὶ κρατί μοι πότμος ... εἰσήλατοS.Ant.1346.