εἰσροή, -ῆς, ἡ
• Alolema(s): ἐσ- Ael.NA 1.53


1 afluencia, influjo, entrada ὠκεανὸς ... κατὰ τὸν ... Ἡράκλειον πορθμὸν τὴν εἰσροὴν ποιούμενος Marcian.Peripl.1.1, cf. Olymp.in Mete.132.5.

2 inspiración τοῦ πνεύματος Ael.l.c., τοῦ ἀέρος διὰ τούτων (τῶν ῥινῶν) Porph.Gaur.3.3, cf. Poll.2.74, Thdt.Affect.3.14.