εἰσπίπτω
• Alolema(s): ἐσ- Hdt.5.15, Th.2.4, E.Io 1196, Hp.VC 11
I c. suj. de pers.
1 caer, irrumpir, entrar al asalto en un lugar, gener. c. violencia o de improviso
ἔξωθεν πολεμίους εἰσπεσόντας ῥώμῃ τινὶ μεγάλῃ καὶ βίᾳPl.Lg.814a,
εἶδον τὸ στράτευμα βίᾳ εἰσπῖπτονX.An.7.1.19, cf. Hdt.1.63, Plb.4.18.6, c. εἰς y ac.
λαθόντες δὲ τοὺς Παίονας ἐσπίπτουσι ἐς τὰς πόλιας αὐτῶνHdt.l.c., cf. Plb.7.16.7, I.BI 1.351,
ἐς τοὺς ἀγρούςTh.2.22,
εἰς τὸ Κύρειον στρατόπεδονX.An.1.10.1,
ἐτειχομάχουν καὶ εἰσέπεσον εἰς αὐτὸ τὸ ναύσταθμονStr.13.1.36,
εἰς τὸ τεῖχοςTab.Il.1.g.51
•lanzarse, abalanzarse
εἰσπεσώνabalanzándose Áyax sobre el rebaño, S.Ai.55,
ἐς βοῶν ἀγέλην ... ἐσπίπτει λύκοςPaus.2.19.4,
οἱ στρατιῶται μετὰ βοῆς εἰσέπεσον ἐπὶ τὰς θύραςPlu.Oth.17.
2 gener. entrar, meterse frec. c. precipitación
ἔς τε τὰς νέας ἐσέπιπτον καὶ ἱστία ἀείροντο ὡς ἀποθευσόμενοιHdt.8.56, c. ac. de direcc.
θάλαμονE.Alc.175,
πτηνὸς ἐσπίπτει δόμους κῶμος πελειῶνE.Io 1196,
δικτύων βρόχουςE.Or.1315 (cód.),
ἐσπίπτων πέπλουςcobijándose en mis vestidos E.Tr.1181,
ᾐσθόμην κτύπον τινὸς κέλευθον εἰσπεσόντος ἀμφὶ δώματαE.Or.1312,
ὄχλον γὰρ ἐσπεσεῖν ᾐσχυνόμηνsentí pudor de mezclarme con la multitud E.Hel.415
•caer en o sobre, ir a dar a
ἐς χαράδρας ἀνεκβάτουςTh.3.98, cf. 1.106, 2.4,
οἱ ... ἱππόται φεύγοντες ἐσέπιπτον ἐς τὸν πεζόνlos jinetes en su huida se refugiaban entre la infantería Hdt.4.128,
ἐς τὴν εἱρκτὴν ἐσπίπτειcae en la cárcel Th.1.131,
εἰσπεσὼν ἐκεῖAr.Eq.486,
ἔκπιθι τὸ φρέαρ εἰσπεσώνbébete el pozo tras caer en él Men.Dysc.641.
3 fig., c. n. de abstr. caer en, ir a parar a
ξυμφορὰν τήνδ' ἐσπεσοῦσ' ἀμηχανεῖςhabiendo caído en tal desgracia no sabes qué hacer E.Andr.983,
πολιὸν ἐσπεσοῦσα γῆραςE.Io 700,
δούλειον ἦμαρE.Andr.99,
εἰς τούτους (λόγους) εἰσπεπτώκαμενPl.Ly.222d.
II c. suj. no de pers.
1 golpear, chocar, embestir gener. c. εἰς y ac.
ὅσα δ' ἐσπίπτοντα ἐς τὴν κεφαλὴν βέλεαHp.VC 11,
ἡ τοῦ πνεύματος ἔκκρισις πρὸς τὴν πυκνότητα τῶν νεφῶν εἰσπίπτουσα ποιεῖ τὴν βροντήνArist.Mete.369a36,
τὰ εἰς τὰ χείλη μηχανήματα εἰσπίπτονταAen.Tact.32.3, raro c. dat.
ἡ ... θοὴ βορέαο κατᾶιξ εἰσέπεσεν νεφέλ[ῃσινla rauda ráfaga del Bóreas se precipitó contra las nubes Call.Fr.238.30, fig. prob. del amor
εἰς τὴν ψυχήν μου εἰσπε[σώνMim.Fr.Pap.3.8
•de las olas romper
ὁ κλυδὼν ποτὲ μὲν εἰσπίπτων, ποτὲ δὲ παλισσυτῶνD.S.3.44, cf. Th.4.24, Thphr.Vent.33,
τὸ δ' εἰσπεσὸν ὕδωρla riada de agua D.55.20.
2 medic. entrar, penetrar en el cuerpo, de alimentos
ὅσα ... λυμαίνεται τὸν ἄνθρωπον ἐσπέσονταHp.VM 14, c. εἰς y ac.
ἐς τὴν κοιλίηνHp.Morb.4.36,
ὁ μὲν ἄκρατος ... εἰς τοὺς περὶ τὴν κεφαλὴν πόρους ... οὐκ εἰσπίπτειArist.Pr.873a7
•del dolor sobrevenir
τὰ δὲ ἀλγήματα ἐσπίπτει ὑπὸ φλέγματοςHp.Aff.2.
3 econ. de un objeto de pago o ingreso sobrevenir o corresponder su pago a un determinado período
ε[ἰ]σπ[ε]πτωκώτων εἰς τὸ ἐνεσ[τὸ]ς ... ἔ[το]ς καρπῶνfrutos cuyo pago ha correspondido al presente año, BGU 2344.10 (I d.C.), en part.
εἰσπίπτονταpagos, PMeyer 82.4 (IV d.C.).
4 en v. med. perderse, caer en saco roto
οὐκ εἰσπεσεῖται [αὕ]τη ἡ χάριςSB 7268 (I/II d.C.).