εἰσπέμπω
• Alolema(s): ἐσ- Hdt.1.100, E.HF 850, Th.4.16, Paus.7.12.7, App.Hisp.60
• Morfología: [impf. iter. ἐσπέμπεσκον Hdt.1.100]
I
τάς τε δίκας γράφοντες ἔσω παρ' ἐκεῖνον ἐσπέμπεσκονHdt.l.c.,
τρίτην δὲ ἀγγελίην ... παρ' αὐτήνHdt.3.69,
γράμματα πρὸς βασιλέαTh.1.137,
τὸν Δᾶον ... πρὸς τὴν μητέραMen.Pc.542,
εἰς τὸν Ἑλλήσποντον ... ἕτερον στρατηγόνD.8.28,
εἰς τὴν Διμάλην ... φρουράνPlb.3.18.1, cf. 5.73.6, D.S.40.5, Aristid.Or.26.52, Iul.Or.5.275c, D.C.Epit.9.21.2,
τινας τῶν πονηρῶν ... εἰς τὸν τῶν ἀσεβῶν χῶρονLuc.Luct.8, cf. Hld.9.13.1,
τοὺς ναύτας ... εἰς τὴν τάξιν πρὸς τὴν συνήθη πρᾶξινPFlor.293.16 (VI d.C.), c. ac. de direcc.
οὗ σύ μ' ἐσπέμπεις δόμουςE.HF 850,
Ἄργος ἐσπέμψων δέμαςE.IT 1440
•c. dat. compl. indir.
τοῖς δὲ ἔνδον ... τὰ δέονταLXX 2Ma.13.20,
αὐτοῖς ... ἀγορὰν εἰσπέμψαιenviar a éstos provisiones D.S.17.8, cf. Paus.l.c.
•abs. enviar adentro, enviar a un recinto, como el de una ciu. sitiada o amurallada
ἐσπέμπων κήρυκαHdt.6.133, cf. Th.4.16, Isoc.14.19, D.6.15, Ph.Mech.102.30,
τῶν πιστῶν ἄνδρα εἰσπέμψαι σκεψόμενον τὰ ἔνδονX.HG 4.4.8, cf. Isoc.17.51,
μάντιν ... κακοῦργονal palacio, S.OT 705,
χαλκοῦς ... ὡς ἀργύριον εἰσέπεμψεenvió monedas de bronce como si fueran plata el novio a casa de la novia, Plu.Cic.29,
τοὺς ἰατρούςD.H.1.78,
φίλου ῥίνην εἰσπέμψαντοςPolyaen.6.49,
μετὰ ξιφῶν τινας ἐσπέμψαςApp.l.c., en v. pas.
ἡνίκ' εἰσεπεμπόμηνE.Ba.610, cf. Charito 3.3.3,
ἡ δ' (ἠσθής) οὐδ' ἂν εἰσπεμφθῆναί μοι δοκεῖPh.2.45,
εἰσπέμπεται δὲ διὰ παιδίου μικροῦ τὸ ἐγχειρίδιονPlu.Cat.Mi.70, c. un pred. del suj.
ὡς αὐτὸς εἰσπεμφθείη ... ὡς πρεσβευτήςI.BI 4.219
•táct., part. pas. subst.
τὰ εἰσπεμπόμεναAen.Tact.31.24.
2 jur. enviar a los tribunales para litigar o denunciar
(τοὺς ἀγωνίσασθαι δεινούς)Pl.Euthd.305b,
εἰς τὴν βουλὴν ... ΘεόκριτονLys.13.19.
3 sólo c. ac. de cosa introducir, meter
(θρυαλλίδα) εἰς τὸ νεώριονAr.Ach.921, en el cuerpo
τροφάςHp.Flat.7, en el oído
μιμήματα ... γεγοητευμέναD.Chr.12.71,
ἐν τῷ λεγομένῳ κενῷ μορφάςPlot.3.6.7, en v. med. mismo sent.
στόμα ... δι' οὗ ὧν ἐπιθυμεῖ τὰ ζῷα εἰσπέμπεταιX.Mem.1.4.6
•fig. c. dat. de pers.
ἵμερον ... ἐδητύος ἀνθρώποισινOrph.L.723.
4 agr. sembrar en v. pas.
σπορὰ εἰσπέμπεταιLib.Or.52.14.5.
II sent. neg. lanzar contra, c. ac. y dat. de abstr. oponer, enfrentar
(νόμους) τῷ μὴ καλῷ θάρρει τὸν κάλλιστον ... φόβον εἰσπέμπειν οἵους τ' εἶναι(leyes) que sean capaces de oponer el más bello temor frente al impúdico descaro Pl.Lg.671d.