< εἴσπτημα
εἴσπτωσις >
εἰσπτύω
escupir
,
regurgitar
τῆς ἁλμυριζούσης ... γῆς διαμασησάμενος εἰσπτύει τοῖς νεοττοῖς
Arist.
HA
613
a
4.