εἰσπράσσω
• Alolema(s): át. -ττω; ἐσ- IG 13.258.18 (V a.C.), 22.1237.24 (IV a.C.)
I econ.
1 cobrar, recaudar frec. en el sent. de obligar a pagar, reclamar el pago
a) c. ac. de la suma cobrada: ref. multas IG 22.1237.24 (IV a.C.), una herencia
τὸν δὲ κλῆρον τούτων καρπουμένων οὐκ εἶχεν ὅπως εἰσπράξαιτοIs.10.19, deudas por préstamo
εἰσπράξει πάντα ὅσα ἂν ὀφείληται τῇ γερουσίᾳIEphesos 1486.12 (II d.C.), impuestos SEG 39.1180.133 (Éfeso I d.C.), una suma depositada en un banco
ἀργύριον ... παρὰ τοῦ τραπεζίτουAeschin.Ep.6,
οἰκέτου χύτραν ...κατάξαντος εἰσπρᾶξαι ἀπὸ τῶν ἐπιτηδείωνThphr.Char.10.5, rentas de tierras
κεφάλαιον ἐνηροσίωνIG 11(2).144.16 (IV a.C.), cf. SEG 38.1462.29 (Enoanda II d.C.), el sueldo
τὸ μισθάριονPlu.2.1044a, c. dat. de interés
(τὸ ἀργύριον) τῷ κοινῷIG 22.1237.44 (IV a.C.),
τρι]ακόσια τάλαντα ... τῇ πόλειHyp.Eux.35
•en v. med. mismo sent.
τὸν φ]όρονIG 13.68.17 (V a.C.),
τῶν ἀρχόντων εἰσπρασσομένων τὸ ἀργύριονTAM 3(1).3B.21 (Termeso II d.C.), cf. D.L.7.25;
b) c. ac. de pers. exigir el pago a, cobrar a
οἱ τοὺς ὑπερημέρους εἰσπράττοντεςlos que exigen dinero a los deudores en moratoria D.21.11,
τοὺς τριηράρχουςD.24.13,
ἐκ τῆς ἰδίας οὐσίας ἔδωκε καὶ οὐκ εἰσέπραξε τὸν δῆμονDecr. en D.18.115,
τούτους οὐκ ἐδυνάμεθα εἰσπρᾶξαι, ἀλλ' ὀφείλουσιIG 11(2).153.19 (III a.C.);
c) c. ac. de lo cobrado y dat. de pers.
ἐνεχυρασίαν τούτοις ... εἰσπράττεινPl.Lg.949d, más frec. c. dos ac.
τοσοῦτον πλῆθος χρημάτων εἰσπράξασα τοὺς συμμάχουςIsoc.5.146,
προσήκει ὑμᾶς τοῦτον εἰσπράξαί μοι τὰ ἀναλώματαD.50.67
•esp. en pap.
ἀργυρίου ὃ εἰσπέπραχέ μεdel dinero que me reclama, PMich.Zen.31.30 (III a.C.), cf. PCair.Zen.492.7 (III a.C.),
τοὺς Ἄραβας ... τὸμ φόρον τῶν π[ρο]βάτωνPCair.Zen.433.23 (III a.C.),
α[ὐ]τὸν τὸ πρόστιμονPAchm.8.30 (II d.C.),
τοὺς ἱκέτας τὰς ἐπικειμένας αὐτοῖς συντελείαςPMasp.24re.13 (VI d.C.)
•en v. pas., c. suj. del deudor
οἱ μάρτυρες εἰσπρασσέσθωσανlos testigos sean obligados a pagar (las costas del juicio) PHal.1.53 (III a.C.), frec. c. ac. de la suma debida
εἰσεπέπρακτο ὑπ' ἐμοῦ ... τὰς χιλίας δραχμάςhabía sido obligado por mí a pagar las mil dracmas D.33.24,
τὴν τιμὴν εἰσπράσσομαιme reclaman el precio, PEnteux.1.10 (III a.C.),
περισπῶμαι ὑπὸ τῶν τελωνῶν καὶ εἰσπράσσομαι τὴν ἐγγύηνPSI 384.6 (III a.C.),
τὸν σῖ[τονSB 6302.4 (III a.C.) en BL 2(2).124, cf. BGU 1959.17 (III a.C.),
τὰ κα[θήκοντα] ἐπίτιμαPTeb.709.17 (II a.C.), c. dat. de interés
ἡμιόλιον τῷ θεῷID 503.33 (IV/III a.C.), c. suj. de la suma debida
ἐκ τῶν χρημάτων τῶν εἰσπραττομένων παρὰ τῶν τὰς δίκας ὀφλόντωνID 88.26 (IV a.C.), cf. IAE 23.4.13 (IV a.C.), FD 2.139.7 (I a.C.),
χρέος ἠναγκάσθην λαβεῖν ἕνεκα διαλῦσαι τὰς εἰσπραττομένας εἰσφοράςtuve que contraer una deuda para afrontar el pago de las contribuciones exigidas D.H.6.26, cf. ITemple of Hibis 4.29 (I d.C.), c. dat. de interés
τι τῇ γερουσίᾳ τῶν εἰσπραχθέντ[ων ὑ]π' αὐτοῦparte de la suma recaudada por él para el consejo de ancianos, IEphesos 25.37 (II d.C.), cf. D.19.21;
d) abs.
τοὺς ἐπιτρόπους], ἐὰν μὴ διδῶσι τοῖς παισὶ τὸν σῖτον, οὗτος εἰσπράττειArist.Ath.56.7, cf. 60.2, IG 22.111.13 (IV a.C.), D.Chr.31.68, IEphesos 39.7 (VI d.C.).
2 extorsionar, cobrar de modo abusivo, c. dos ac.
τοὶς πολίτα]ις δισμυρίοις στάτηρας εἰσέπραξεIG 12(2).526.3 (Ereso IV a.C.).
3 ejecutar, cobrar ejecutivamente deudas, c. ac. de la suma
εἰσπρασσόντων τὸ ἐλλεῖπον (sc. τοῦ μισθώματος) ἐκ τῶν ὑπαρχόντων τοῖς μεμισθωμένοιςID 503.35 (IV/III a.C.),
τὸν τόκον παρὰ τῶν δεδανεισμένωνIG 12(6).172A.21 (Samos II a.C.)
•c. ac. de pers.
μεD.35.44, c. dos ac.
εἰσέπραττεν ἄν με τὴν ἐγγύηνD.33.25, en v. pas.
εἰσεπράχθη μηνυθένIG 22.1635.24 (IV a.C.), ID 98A.24, 25 (IV a.C.)
•raro en v. med.
ὅτι ἂν ἐνεχυράσηται ἢ εἰσπράξηται Πραξικλῆςtodo bien que Praxicles haya tomado en prenda o se haya quedado mediante procedimiento de ejecución, IG 12(7).67.65 (Amorgos III a.C.).
II no ref. al dinero
1 de castigos hacer pagar, infligir, imponer
εἴσπραξαι παρ' αὐτοῦ τιμωρίαν τὴν ἀξίανinflígele el castigo debido X.Eph.2.5.7
•en v. med. mismo sent.
μηδεμίαν παρὰ τῶν αἰτίων εἰσπραξάμενοι τιμωρίανI.BI 4.415, cf. Arr.Epict.3.24.42, c. dos ac.
μεγάλην τῆς ὑπεροψίας τιμωρίαν εἰσπράξασθαι τὸν Ἁβροκόμηνinfligirle a Habrócomes un gran castigo por su desdén X.Eph.1.4.5, cf. Cyr.Al.M.70.1356A, en v. pas.
εἰσπράττεται τιμωρίανrecibe un castigo Iul.Or.3.58a, cf. Const.App.2.14.9.
2 gener. exigir, requerir, reclamar
τὰ] τρία εἴσπραξον αὐτόνreclámale (que te traiga) las tres (aves) PLond.1997.4 (III a.C.)
•en v. med. mismo sent.
τὰ εὔκαιρα καὶ σφόδρα πάθη ... εἰσπράττεσθαι τὰ παράβολαLongin.32.4, cf. Pamph.Mon.Solut.14.174.
3 c. interr. indir. inquirir, preguntar
τίνα δὲ ταῦτά ἐστιν εἰσπραττόμενοιLeont.H.Monoph.M.86.1780A.