< εἴσπρακτος
εἴσπραξις >
εἰσπράκτωρ
,
-ορος, ὁ
admin.
recaudador
de impuestos
, Soz.
HE
2.9.2,
τῶν δημοσίων
PNess
.30.9 (VI d.C.), cf.
εἰ.· ἐπαίτης
Hsch.