εἰσπνοή, -ῆς, ἡ
• Alolema(s): ἐσ- Hp.Nat.Puer.12


1 cien. penetración de aire τὸ πνεῦμα ... χωρέον δὲ ψόφον παρέχει, ᾗ τὴν ἐσπνοὴν ποιεῖται Hp.Nat.Puer.12
inspiración op. ἐκπνοή ‘espiración’ ἡ μὲν εἰ. ἐστι ψυχροῦ εἰσαγωγή Arist.Pr.900a37, ἡ μὲν εἰ. ἕλξις, ἡ δ' ἐκπνοὴ ὦσις Arist.Ph.243b12, cf. Iuu.471a8, Hp.Cord.5, Str.3.5.7, Ph.2.318, Plu.2.903e, οὐ μόνον τὴν διὰ τοῦ στόματος (εἰσπνοήν), ἀλλὰ καὶ τὴν διὰ τοῦ δέρματος Gal.5.712, εἰ. ἀβίαστος op. μετὰ βίας Gal.5.234, μιᾷ ἐσπνοῇ θνῄσκουσι ὥνθρωποι Aret.SA 1.7.2, ἡ εἰ. τοῦ κατὰ τὴν ἀέρα πνεύματος Meth.Res.1.35.2.

2 concr. sopladero, bufador abertura en terreno volcánico que expulsa aire caliente, Arist.Mir.832b30.