< εἰσπλέω
εἰσπληρόω >
εἰσπλήρης
,
-ες
entero
,
completo
ἐκ σοῦ εὐτρεπίσθι (l. -θη) ἡ τιμὴ εἰ.
PVindob.Sijpesteijn
28.9 (V/VI d.C.).