εἰσοράω
• Alolema(s): ἐσ- Il.5.212, Od.5.272, Sol.4.2, Pi.O.8.19
• Morfología: [ép. frec. pres. c. diéct. εἰσορόω- Il.3.342, Od.7.71, A.R.1.85, Nonn.D.4.241, dór. ind. 1a plu. -ορῶμες Theoc.13.4, part. fem. -ορεῦσα Theoc.6.31, -οράουσα SEG 44.893C (Cauno IV/III a.C.), inf. -οράασθαι Il.14.345, Od.10.396, Xenoph.B 36; fut. ind. -όψομαι Il.5.212; aor. ind. -εῖδον Od.11.593, Hdt.8.92, part. -ιδών B.13.139, Pl.Grg.526c; perf. ind. εἰσώρακεν BGU 261.12 (II d.C.)]
I en v. act. y med. ref. percepción visual
1 mirar, ver, contemplar
θάμβος δ' ἔχεν εἰσορόωντας Τρῶαςel estupor se adueñó de los troyanos al verles, Il.3.342, cf. Od.4.142,
εἰ δέ κε νοστήσω καὶ ἐσόψομαι ὀφθαλμοῖσι πατρίδ' ἐμήνIl.5.212,
ἵππουςIl.23.495,
ΠληϊάδαςOd.5.272,
εἶδος καὶ μέγεθοςOd.24.252,
ἅρματα τ' εὐποίηταh.Ap.265,
φοιβὰν ἐσιδόντες ὑπαὶ χειμῶνος αἴγλανB.13.139,
τὸ φῶς διὰ τᾶς θυρίδοςCarm.Pop.7.6,
ὁππόσα δὴ θνητοῖσι πεφήνασιν εἰσοράασθαιXenoph.l.c., cf. Emp.B 38,
ἄλλον ἐν πόνοις ... ΤιτᾶναA.Pr.427,
τὴν νεάHdt.8.92, cf. Nonn.l.c.,
τὰ Τροίας ... ἑδώλιαS.Fr.566,
ἔνθ' οὐ φίλων τιν' εἰσορᾷς σῶνE.Andr.138, cf. Ph.455,
τοὺς καλούςX.Cyr.5.1.16, cf. Men.Mon.393, Q.S.13.371,
δῶμα τόδ'A.R.3.679, cf. 1.594,
ἰχθύνOpp.H.1.433,
ὡς ... μήτ' εἰσοράᾳς ἃ ποιοῦσινOrác. en Luc.Alex.50, en v. pas.
ἠελίοιο ... δύσιές τε καὶ ἀντολαὶ εἰσορόωνταιA.R.l.c.
•εἰσορᾶν φάος vivir
op. θανεῖνE.Alc.18
•frec. c. pred. del compl. dir.
Σίσυφον ... κρατέρ' ἄλγε' ἔχονταOd.11.593,
πόλιν τέ μοι ξυνοῦσαν εὔνουν τήνδεS.OC 772,
τόνδε παῖδα Θησέως στείχονταE.Hipp.51,
ἄλλην (ψυχήν) εἰσιδὼν ὁσίως βεβιωκυῖανPl.Grg.526c,
ταῦτα ... ποεῦντά μεTheoc.6.31,
βροτὸν εἰσορόω σεNonn.D.8.345,
με κιόνταOrph.L.103
•c. interr. indir.
ἐσίδεσθ' οἵῳ δεσμῷ ...A.Pr.141
•en inf. limitativo
οὗ τε καὶ ὀξύτατον πέλεται φάος εἰσοράασθαι(el sol) cuyo ojo es el más agudo para percibir, Il.14.345,
ἄνδρες ... καλλίονες καὶ μείζονες εἰσοράασθαιOd.10.396, cf. 3.246,
ἦν δ' ἐσορᾶν καλόςPi.l.c.,
φίλοις ἐλεινὸς εἰσορᾶν ἐγώA.Pr.246
•abs.
δέομαι οὖν σοῦ εἰσορᾶν καὶ ἀνακαλεσάμενον αὐτόν ἐπισκέψασθαι περὶ τούτωνsolicito de tí que eches un vistazo y convocándole hagas una investigación sobre estos hechos, PLond.887.7 (III a.C.), en incisos
δίδαξον, ὡς ἕρποντος, εἰσορᾷς, ἐμοῦS.Tr.394.
2 mirar con respeto o aprecio
οἵ μίν ῥα θεὸν ὣς εἰσορόωντεςOd.7.71, cf. Il.12.312,
σε μᾶλλον Ἀχαιοὶ εἰσορόωσινte miran con más respeto los aqueos, Od.20.166.
3 examinar, obsevar con atención
ὁ μάντις ... ἐσιδὼν ἐς τὰ ἱρὰ ἔφρασε τὸν μέλλονταHdt.7.219,
ἐς τὴν μαντικήνHdt.4.68.
II de la percepción mental, sólo en v. act.
1 c. compl. de abstr. observar, percibir mentalmente, darse cuenta de
ἀφραδίην ... καὶ στάσιν ἙλλήνωνThgn.780, cf. 1110,
τοῦδε φροντίδ'S.El.611
•c. ac. de concr. y pred.
ἐσορῶν γαῖαν Ἰαονίας κλινομένηνSol.l.c., cf. Emp.B 136,
πικροὺς ... γάμουςE.Supp.832
•c. interr. indir.
θεοὶ γὰρ εὖ μέν, ὀψὲ δ' εἰσορῶσ', ὅταν ...pues los dioses fácilmente se dan cuenta, aunque pase el tiempo, de cuándo ... S.OC 1536, cf. Ph.501,
τὸ δ' αὔριονTheoc.13.4
•abs.
μηδεὶς ἔθ' ὑμέων εἰσορέων θαυμαζέτωArchil.206.6,
οὐκ εἰσορᾷς;¿no te das cuenta? S.El.997
•seguido de μή observar, examinar
ἀλλ' εἰσόρα μὴ σκῆψιν οὐκ οὖσαν τίθηςmas examina si no nos presentas una vana excusa S.El.584.
2 estar pendiente de, atender, esperar c. ac. de pers.
τοιγάρ σ' ὁ δαίμων εἰσορᾷ μένS.OC 1370
•tb. c. ac. de abstr. o de cosa
ὅστις δὲ πλοῦτον ἢ εὐγένειαν εἰσιδὼν γαμεῖ πονηράνE.El.1097,
οὐδὲν ἰσώρακεν ἢ μὴ τὸν τόκονBGU l.c.