εἰσοπτρίζω
• Alolema(s): ἐσ- Plu.2.141c
I en v. med.
1 intr. verse reflejado en el espejo, mirarse al espejo
ἐσοπτριζομένων νεανίσκωνPlu.2.141c, cf. Prou.1.65,
κτενίζεσθαι καὶ ἐμπλέκεσθαι τὴν κεφαλὴν καὶ ἐσοπτρίζεσθαιArtem.1.22,
παρὰ λύχνον μὴ ἐσοπτρίζουIambl.Protr.21, cf. Phys.85b,
παρθένος τις ... ἐσοπτριζομένη πολλάκιςMac.Aeg.Serm.C 28.2 (p.165.19).
2 tr. ver reflejado en el espejo, contemplar en el espejo algo propio del suj.
τὰ πρόσωπαEpiph.Const.Gemm.Fr.M.89.588B,
ἑαυτόνDidym.in Ps.95.24
•fig. ver reflejado como en un espejo
(ἡ χήρα) τὸν χαρακτῆρα τοῦ παιδὸς κατανοεῖ, καὶ τὴν εἰκόνα τοῦ πατρὸς εἰσοπτρίζεταιChrys.M.61.791,
τὴν πάλαι κρατήσασαν ἐν αὐτῇ λαμπρότηταLyd.Mag.3.1.
II en v. act., abs. reflejar la imagen
τὸ γάλα τῶν ὑγρῶν μόνον οὐκ ἐσοπτρίζειPlu.2.696a.